Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πατρώϊον οἶκον

См. также в других словарях:

  • μονογενής — ές (ΑΜ μονογενής, Α ιων. τ. μουνογενής, ές, Μ θηλ. και μονογενή) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που δεν έχει αδέλφια, μοναχοπαίδι (α. «μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ. β. «ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῡ μονογενοῡς… …   Dictionary of Greek

  • φέρβω — Α (ποιητ. τ.) 1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.) 2. (ενεργ και μέσ.) έχω («κεστρέα δ ... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.) 3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.) 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»